- διάσελο
- τομονοπάτι ανάμεσα σε δύο λόφους ή σε κορυφές ενός βουνού, το δερβένι: Πολλές μάχες δόθηκαν στα διάσελα της Πίνδου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Διάσελο — Οικισμός (97 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροποτάμου … Dictionary of Greek
Diaselo, Achaea — For other uses, see Diasello. Diaselo Διάσελο Location … Wikipedia
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
Diasello, Achaea — Diasello or Diaselo (Greek, Modern: Διάσελο, Ancient/Katharevousa: ον on ), older form: on is a Greek village located about 33 km south of Patras, northeast of Pyrgos and 111 km northwest of Tripoli. Diasello had a 2001 population of about 300… … Wikipedia
Diasello — or Diaselo (Greek: Διάσελλο or Διάσελο) may refer to several places in Greece: Diaselo, Achaea, a village in Achaea Diasello, Thermo, a village near Thermo in Aetolia Acarnania Diasello, Nafpaktos, a village near Nafpaktos in Aetolia Acarnania… … Wikipedia
αδιάσελος — η, ο [διάσελο] (για ορεινές περιοχές) αυτός που δεν έχει διάσελα, δηλαδή περάσματα, διόδους … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
διάσελλο — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 105 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek
κορφοδιάσελο — το το διάσελο σε ψηλή οροσειρά … Dictionary of Greek